- πλαγιοχαίτης
- πλᾰγιο-χαίτης, ου, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλαγιοχαίτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ πλαγίαν χαίτην ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + χαίτη (πρβλ. ορθο χαίτης)] … Dictionary of Greek
πλαγιοχαῖται — πλαγιοχαίτης with hair across masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek